- οφρυαία
- ὀφρυαία, ἡ (Α)η οφρύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κατάλ. -αία, ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αμάρτυρου επιθ. *ὀφρυαῖος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek